σολοικίζω

σολοικίζω
ΝΑ
μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς
αρχ.
1. κάνω ανοησίες
2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα
3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» — τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από το όν. Σόλοι μιας πόλης τής Κιλικίας, όπου μιλούσαν παρεφθαρμένα την Ελληνική, και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, αναλογικά προς το ἀττικίζω, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το όν. σόλοικος (< Σόλοι, με λογοπαίγνιο προς το οἶκος, πρβλ. Μοσσύνοικοι), το οποίο είναι και ο αρχαιότερος τ. τής οικογένειας αυτής. Ωστόσο, ο τ. σόλοικος θεωρείται συνήθως ως υποχωρητ. παρ. τού ρ. σολοικίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σολοικίζω — speak pres subj act 1st sg σολοικίζω speak pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικίζω — μιλώ ή γράφω τα ελληνικά με συντακτικά λάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεσολοικισμένα — σολοικίζω speak perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσολοικισμένᾱ , σολοικίζω speak perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσολοικισμένᾱ , σολοικίζω speak perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικίζῃ — σολοικίζω speak pres subj mp 2nd sg σολοικίζω speak pres ind mp 2nd sg σολοικίζω speak pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικίσῃ — σολοικίζω speak aor subj mid 2nd sg σολοικίζω speak aor subj act 3rd sg σολοικίζω speak fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσολοικικότα — σολοικίζω speak perf part act neut nom/voc/acc pl σολοικίζω speak perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικιεῖ — σολοικίζω speak fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) σολοικίζω speak fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικιζόμενον — σολοικίζω speak pres part mp masc acc sg σολοικίζω speak pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικιζόντων — σολοικίζω speak pres part act masc/neut gen pl σολοικίζω speak pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικίζει — σολοικίζω speak pres ind mp 2nd sg σολοικίζω speak pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”