- σολοικίζω
- ΝΑμιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούςαρχ.1. κάνω ανοησίες2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» — τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από το όν. Σόλοι μιας πόλης τής Κιλικίας, όπου μιλούσαν παρεφθαρμένα την Ελληνική, και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, αναλογικά προς το ἀττικίζω, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το όν. σόλοικος (< Σόλοι, με λογοπαίγνιο προς το οἶκος, πρβλ. Μοσσύνοικοι), το οποίο είναι και ο αρχαιότερος τ. τής οικογένειας αυτής. Ωστόσο, ο τ. σόλοικος θεωρείται συνήθως ως υποχωρητ. παρ. τού ρ. σολοικίζω].
Dictionary of Greek. 2013.